- ἐπικούρους
- ἐπίκουροςhelpermasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἐπικούρους — Ἐπίκουρος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίσχυρος — ἐπίσχυρος, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἐπισχύρους ἐπικούρους» … Dictionary of Greek
επικουρικός — ή, ό (Α ἐπικουρικός, ή, όν) [επίκουρος] βοηθητικός, ενισχυτικός («ἐπικουρικοῡ... γένους», Πλάτ.) νεοελλ. αυτός που έχει δευτερεύουσα σημασία αρχ. 1. (για στρατό) εφεδρικός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπικουρικόν συμμαχική δύναμη 3. αυτός που ανήκει… … Dictionary of Greek
προσμισθώ — όω, Α [μισθῶ] 1. εκμισθώνω κάτι 2. (σχετικά με κεφάλαια) τοκίζω 3. μέσ. προσμισθοῡμαι, όομαι προσλαμβάνω κάποιον ακόμη ως μισθωτό («καὶ αὐτὸς ἐπικούρους τινὰς προσεμισθώσατο», Θουκ.) … Dictionary of Greek